μεσόφρυδο

μεσόφρυδο
το
το μέρος του προσώπου ανάμεσα στα δύο φρύδια: Τον σημάδεψε στο μεσόφρυδο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσόφρυδο — το το μεσόφρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * φρύδι] …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσόφρυο — το (Α μεσόφρυον) [μέσοφρυς] το μέρος τού προσώπου που βρίσκεται πάνω από τη ρίζα τής μύτης και ανάμεσα στα δύο φρύδια, κν. μεσόφρυδο …   Dictionary of Greek

  • Χειρουρίδες — Οικογένεια τριλοβιτών. Οι εκπρόσωποί της είχαν κεφάλι με μικρά μάτια και χονδρό, βολβοειδές μεσόφρυδο και αυλάκια στην κοιλιά που την αποτελούσαν 9–18 τμήματα εφοδιασμένα με ακανθώδεις πλευρές και μικρό πυγίδιο. Το γένος χείρουρος έζησε από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”